Πώς ορίζεται το χρώμα
Όσο κι αν ακούγεται περίεργο, το χρώμα αντικειμενικά δεν υπάρχει. Δεν είναι κάποια ιδιότητα των αντικειμένων, κανένα αντικείμενο δεν “έχει” κάποιο χρώμα. Αυτό που αποκαλούμε “χρώμα” είναι ένα περιορισμένο μέρος του φάσματος της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας.
Χρώμα καταφέρνουμε να έχουμε γιατί έχουμε φως. Χωρίς φως δεν μπορούμε να ορίσουμε το χρώμα ή ακόμη δεν μπορούμε να «δούμε» το χρώμα. Σε πλήρη και απόλυτη έλλειψη φωτός, κανένα αντικείμενο δεν έχει κανένα χρώμα. Το φως αποτελείται από ηλεκτρομαγνητικές ταλαντώσεις. Ανάλογα λοιπόν με το μήκος της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας βλέπουμε διαφορετικά χρώματα.
Αυτός που παρήγαγε τη θεωρία των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων ήταν ο J.C Maxwell, Σκωτζέζος θεωρητικός Φυσικός, που διατύπωσε μια σειρά εξισώσεων που ένωσαν προηγουμένως άσχετες παρατηρήσεις, πειράματα και εξισώσεις ηλεκτρισμού, μαγνητισμού και οπτικής σε μία συνεπή θεωρία. Ειδικότερα στο πεδίο της οπτικής, ο Maxwell συνέβαλε και στη μελέτη της έγχρωμης όρασης, δημιουργώντας τα θεμέλια για έγχρωμες φωτογραφίες.*
H υποκειμενικότητα στο χρώμα
Δεν βλέπουμε όλοι το ίδιο… Άρα πώς μπορούμε να αξιολογήσουμε αν κάτι είναι σωστό και αποδίδεται όπως το έχουμε φανταστεί; Ο αμφιβληστροειδής του ανθρώπινου ματιού περιέχει περίπου εφτά εκατομμύρια φωτοευαίσθητα κύτταρα, που είναι υπεύθυνα για την αίσθηση των χρωμάτων. Η ονομασία αυτών των νευρικών κυττάρων είναι κωνία (cone cells). Η ανάπτυξη και λειτουργία των κωνίων μπορεί να διαφέρει από άτομο σε άτομο. Γι’ αυτό πολλές φορές η συζήτηση γύρω από το χρώμα και την τονικότητά του μπορεί να καταλήξει σε διαφωνία. Μάλιστα οι υποκειμενικές διαφορετικές απόψεις μπορεί να οξυνθούν αν οι δύο παρατηρητές βρίσκονται σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες φωτός και γενικότερα περιβάλλοντος.
Πέραν τούτου, το πώς βλέπουμε ένα χρώμα επηρεάζεται επίσης από τα περιβάλλοντα χρώματα. Γειτονικά χρώματα επηρεάζουν τη χρωματική αντίληψη καθώς και την υποτιθέμενη ένταση. Το ίδιο χρώμα μπορεί να «φαίνεται» διαφορετικά ανάλογα με τα χρώματα που βρίσκονται γύρω του. Επιπρόσθετα, μία ενδεχόμενη κούραση του αμφιβληστροειδούς δημιουργεί ακόμη και οφθαλμαπάτες.
Αναζητώντας την αντικειμενικότητα στο χρώμα
Βάση των παραπάνω εύκολα αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν να επιτύχουμε την αντικειμενικότητα στο χρώμα ώστε όλα τα εμπλεκόμενα μέλη – παρατηρητές να έχουν την ίδια άποψη και επίσης πως θα καθορίσουμε την απόδοση που επιθυμείται στην εκτέλεση κάποιας εκτυπωτικής, για παράδειγμα, εργασίας.
Η Χρωματομετρία (colorimetry) είναι η επιστήμη που ασχολείται με τον ποσοτικό προσδιορισμό και τη φυσική περιγραφή της ανθρώπινης αντίληψης του χρώματος. Η χρωματομετρία ως επιστήμη εμφανίστηκε το 1930 από την Διεθνή Επιτροπή Φωτισμού CIE (COMMISSION INTERNATIONALE DE L’ECLAIRAGE) με την διεξαγωγή πειραμάτων οπτικής. Τα χρωματομετρικά συστήματα της CIE είναι τα μόνα παγκοσμίως αποδεκτά για την μέτρηση του χρώματος με συνέπεια όλα τα διεθνή πρότυπα να είναι βασισμένα σε αυτά που ορίζονται από αυτή.
Σήμερα η ταυτοποίηση και «αντικειμενική» απεικόνιση του χρώματος επιτυγχάνεται μέσω τεχνολογικού εξοπλισμού και εξειδικευμένων εργαλείων. Τέτοιος εξοπλισμός υπάρχει πολύ συχνά και στα σύγχρονα τυπογραφεία ώστε να μετριέται λεπτομερώς η απόδοση των χρωμάτων και να επιτυγχάνεται η ταυτοποίησή του ανεξάρτητα από τη φυσική και γεωγραφική θέση της εκτύπωσης.
Η σημασία του υποστρώματος στην ποιότητα της Εκτύπωσης
Πέρα των υποκειμενικών παραγόντων καθώς και των συνθηκών φωτός που επηρεάζουν τη χρωματική αντίληψη, η απόδοση ενός χρώματος και η τονικότητα επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από το υπόστρωμα. Όσον αφορά στην εκτύπωση, η χρωματική απόδοση μπορεί να παρουσιάζει μεγάλες διαφορές ανάμεσα σε αυτό που δημιουργείται σε μία οθόνη υπολογιστή και ένα εκτυπωτικό προϊόν λόγω του επιλεγμένου υποστρώματος.
Γι’ αυτό και τα μεγάλα brands που οφείλουν να παρουσιάζουν συνέπεια ως προς την εταιρική τους ταυτότητα είναι πολύ προσεκτικά και ευαισθητοποιημένα με την απόδοση των χρωμάτων τους. Η Coca-Cola, για παράδειγμα, κάθε φορά εξετάζει τη βάση στην οποία θα ήθελε να εκτυπώσει για να κάνει ανάλογες μετατροπές στο κόκκινο PANTONE της, ώστε να «φαίνεται» το ίδιο παντού, ανεξαρτήτως υποστρώματος.
Κατά τον ίδιο τρόπο, ως έμπειροι και ειδικοί σε θέματα εκτύπωσης, οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε όλες τις εκτυπωτικές εργασίες μίας εταιρικής ταυτότητας. Αν δεν υπάρχει η δυνατότητα εφαρμογής ακριβώς του ίδιου υποστρώματος σε όλες τις εκτυπωτικές εργασίες, οφείλουμε να πραγματοποιούμε τις απαραίτητες μετατροπές στα ποσοστά των χρωμάτων ώστε να πετύχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Στη FOTOLIO σας ενημερώνουμε εκ των προτέρων για τυχόν χρωματικές ανομοιομορφίες στην εκτύπωση των εργασιών σας και σας συμβουλεύουμε για τους τρόπους επίτευξης της χρωματικής ταυτοποίησης, ανεξαρτήτως υποστρώματος.
Οι πληροφορίες για τη σύνταξη του κειμένου αντλήθηκαν από την παρουσίαση του κυρίου Ηλία Αδάμ, ειδικού σε θέματα χρώματος εκτύπωσης.
Συντάκτης : Στέλλα Καλαποτλή, Community Manager, FOTOLIO
*Πηγή : Wikipedia